τυμπανοτομία

τυμπανοτομία
η, Ν
ιατρ. τομή ή παρακέντηση τού τυμπανικού υμένα τού αφτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + -τομία (< τέμνω), πρβλ. σαλπιγγοτομία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”